- αρχιραβίνος
- οο επικεφαλής των ραβίνων μιας ισραηλιτικής θρησκευτικής κοινότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχιραβίνος — ο ο προϊστάμενος των ραβίνων (των ιερέων) μιας ισραηλιτικής κοινότητας: Στην τελετή παραβρέθηκε και ο αρχιραβίνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek